- αναστομώνω
- -ωσα, -ώθηκα, -ωμένος1. κάνω άνοιγμα σαν στόμα: Στο σημείο εκείνο το πέλαγος αναστομώνεται.2. (ιατρ.), ενώνω δύο αγωγούς (αιμοφόρα αγγεία, έντερα κτλ.): Ο γιατρός πέτυχε να αναστομώσει τα δύο αιμοφόρα αγγεία.3. ακονίζω: Μερικά χειρουργικά εργαλεία τα αναστόμωσαν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.